καταγωνιστικός

καταγωνιστικός
καταγωνιστικός
arguing for victory
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καταγωνιστικός — καταγωνιστικός, ή, όν (Α) [καταγωνίζομαι] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε νίκη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”